Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Γιώργος Περαντάκος: Δεν θα ήθελα να είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι

Η συγκεκριμένη συζήτηση του Γιώργου Περαντάκου με το περιοδικό μας, δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια ακόμα συνηθισμένη συνέντευξη. Κι αυτό γιατί, ο Γιώργος Περαντάκος δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ξέρει τι θέλει, ξέρει τι του γίνεται, έχει άποψη για πολλά διαφορετικά θέματα και την αιτιολογεί στο μεγαλύτερο βαθμό. Το κυριότερο όλων είναι πως… είναι ο εαυτός του!
Αυτόν το χειμώνα βρίσκεται στο Studio Κηφισιά στο πλευρό των Μαρία Σουλτάτου, Λάμπρου Καρελά, Παναγιώτη Λάλεζα και Μαρίας Σπυροπούλου, ενώ ετοιμάζει τέσσερις εμφανίσεις στον Σταυρό του Νότου. Δισκογραφικά τον συναντάμε στον τελευταίο του ολοκληρωμένο δίσκο με τίτλο «Το επόμενο πρωί» που κυκλοφορεί από τη Λύρα.
Υπάρχουν στιγμές που επιστρέφεις διψασμένος σε παλιούς δίσκους;
Γ.Π.: Άπειρες! Μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό της Χίου, την Καλαμωτή, που ουσιαστικά είναι η πρωτεύουσα του Νοτίου μέρους του νησιού. Έτσι λοιπόν, υπήρχαν ανέκαθεν σχολεία, όπου άνθισαν τα γράμματα και γενικά, η κοινωνία ήταν αρκετά αναπτυγμένη πνευματικά. Είχα την τύχη να μεγαλώσω με τραγούδια του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Καλδάρα, του Τσιτσάνη, του Μάρκου (για μένα ο Μάρκος είναι ο ιδρυτής του λαϊκού τραγουδιού) και του Σαββόπουλου. Όλο αυτό με έβαλε στη μουσική πριν αρχίσω να μαθαίνω όργανο ή να ασχολούμαι με τη φωνή μου. Από παιδί αντιμετώπιζα τη μουσική με ένα δέος, με μια πολύ μεγάλη σοβαρότητα, με την οποία νομίζω θα έπρεπε να την αντιμετωπίζει ο καθένας. Οπότε, είναι αδύνατον να μη γυρνάω σε αυτούς τους δίσκους. Ο Χατζιδάκις είναι αστείρευτος, το ίδιο κι ο Θεοδωράκης… Δε γίνεται να μην κοιτάς εκεί… Κοίτα την πλειοψηφία των δίσκων που βγαίνουνε τώρα και θα καταλάβεις…

Γιατί το λες αυτό;
Γ.Π.: Γιατί είναι πολύ ετοιματζίδικες παραγωγές, δεν έχουν καθόλου φαντασία, αποσκοπούν στο γρήγορο σουξέ. Αν ακούσεις τους δέκα πιο προβεβλημένους καλλιτέχνες στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, οι ενορχηστρώσεις και τα τραγούδια τους αυτά καθ΄ αυτά, είναι όλα ίδια. Δεν αλλάζει τίποτα. Θυμάμαι, όταν ήμουν 18 χρονών, υπήρχαν τραγούδια που κουνούσαν όλη την Ελλάδα. Από τα παιδιά μέχρι τους μεγάλους, από τους ροκάδες μέχρι τους λαϊκούς, από τους έντεχνους μέχρι τους άτεχνους. Για παράδειγμα, όταν έγραψε ο Τόκας το «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη», όπου κι αν πήγαινα, ακουγόταν παντού. Η διαδικασία του να φτιάχνονται τραγούδια μέσα από computer παρέχει μεγάλη ευκολία, αλλά παράλληλα κρύβει και πολλούς κινδύνους.

Δανείζομαι τον τίτλο του τελευταίου σου οπτικοποιημένου τραγουδιού. Ποιο είναι για σένα το πιο γλυκό καλοκαίρι που έχεις ζήσει;
Γ.Π.: Κατ΄ αρχήν το εν λόγω κομμάτι ουσιαστικά έχει σημειολογική έννοια. Μιλάει μεταφορικά για το ερωτικό καλοκαίρι δύο ανθρώπων. Το καλοκαίρι είναι όμορφη εποχή, το έχω συνδυάσει με συναυλίες, με βόλτες, με μπάνια, με διακοπές. Είναι μια εποχή που έχει μια ανεμελιά... Πρέπει να σου πω πως τα πιο ωραία καλοκαίρια τα έζησα παιδί στη Χίο, με απόλυτη ξεγνοιασιά, βόλτες στην παραλία και με τους πρώτους έρωτες… Αυτή η περίοδος αρέσει πολύ στα παιδιά και όσους αισθάνονται παιδιά…

Εσύ αισθάνεσαι παιδί;
Γ.Π.: Φυσικά… Όλοι λίγο ως πολύ αισθανόμαστε παιδιά. Το παιδί που έχουμε μέσα μας δε μεγαλώνει ποτέ. Απλά, κάποιοι το κρατάνε από το χέρι και το πάνε βόλτα στην καθημερινότητά τους και κάποιοι άλλοι το έχουν κλειδωμένο μέσα σε ένα ντουλάπι και το ανοίγουν όποτε το έχουν ανάγκη. Όμως, πρόκειται για μια ωραία βόλτα…

Κι όταν εσύ βγάζεις το παιδί βόλτα, πώς νιώθεις;
Γ.Π.: Είναι εξαιρετικό να νιώθει ένας άνθρωπος έτσι, γιατί το παιδί κυριαρχεί στα πάντα. Μπορεί εμείς να μεγαλώνουμε, να θέλουμε πιο πολλά λεφτά, να αλλάζουν οι απαιτήσεις, αλλά αν κάτσεις και το σκεφτείς αλλού είναι η ουσία της ζωής...
Βάζεις ταμπέλες στη μουσική;
Γ.Π.: Όχι, ακούω όλα τα είδη της μουσικής, η μουσική είναι μία. Δεν πιστεύω σε αυτό που λέμε έντεχνο, άτεχνο, ποπ, ροκ. Το θέμα είναι τι μουσική ακούει ο καθένας από άποψη έμπνευσης, στυλ και προσωπικότητας. Να είναι το τραγούδι φτιαγμένο με μεράκι. Στη δεκαετία του ’80 βγήκαν κατά κόρον λαϊκοί τραγουδιστές, που έκαναν σουξέ, όπως ο Αντύπας, η Στανίση, ο Πανταζής, η Δημητρίου κ.α. Αν παρατηρήσεις, όμως, τους δίσκους των συγκεκριμένων τραγουδιστών θα δεις ότι υπάρχουν αρκετά όμορφα και εύηχα τραγούδια σε κάθε δίσκο. Π.χ. το «Φωτιά στα Σαββατόβραδα» που έλεγε η Άντζελα, ήταν τραγουδάρα. Δες, λοιπόν, τους δίσκους αυτής της κατηγορίας που τότε εμείς ως νεαροί αμφισβητίες τους κοροϊδεύαμε και δες τους αντίστοιχους καινούριους.
Θα σε ενδιέφερε να κάνεις δικιά σου ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία και να βγάζεις από εκεί τους δίσκους σου;Γ.Π.: Το θέμα με τις εταιρίες είναι πονεμένη ιστορία. Κατ’ αρχήν, μετά λύπης μου πρέπει να σου πω ότι η δισκογραφία αργοπεθαίνει, αν δεν έχει πεθάνει ήδη. Οι δίσκοι δεν πουλάνε, οι εταιρίες απολύουν κόσμο καθημερινά, δεν παράγουν πια υλικό και το ίντερνετ μέσα στη μεγάλη του χρησιμότητα έχει κάνει τεράστια ζημιά. Εγώ έχω πουλήσει κάποιες λίγες χιλιάδες αντίτυπα με το «Επόμενο πρωί» και τον δίσκο τον ξέρουν δεκαπλάσιοι από αυτούς που τον έχουν αγοράσει. Από την άλλη, οι εταιρίες έπεσαν στον λάκκο που έσκαψαν οι ίδιες, γιατί, πρώτον δεν είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα σε σχέση με το ίντερνετ. Στην Αμερική οι καλλιτέχνες πουλάνε μέσα από το διαδίκτυο, αλλά βγάζουν χρήματα, γιατί έχουν βρει τις δικλίδες για να διαφυλάξουν το πνευματικό τους έργο. Εδώ υπάρχει ένα μπάχαλο. Δεύτερον, οι εταιρίες έκαναν αυτό που λέγαμε και πριν. Δε στηρίχθηκαν πάνω σε συγκεκριμένους τραγουδιστές – τραγουδοποιούς, στους οποίους να βρουν καλά τραγούδια, να τους βοηθήσουν, να τους στήσουν, αλλά έκαναν φασόν δουλειές. Αυτό μοιραία υποβάθμισε τον τεράστιο ρόλο των συνθετών και των στιχουργών, οι οποίοι δημιουργούν την πρώτη ύλη σε αυτό που λέγεται τραγούδι. Αντ’ αυτού έβγαζαν φωτοβολίδες τραγουδιστές, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την εφήμερη δόξα, νόμιζαν πως κάτι έκαναν και μετά από 6 μήνες έβγαιναν άλλοι. Οπότε, το αγοραστικό κοινό κάπου μπλόκαρε, δεν προλάβαινε να αφομοιώσει όλο αυτό που άκουγε.
Άρα να σε ρωτήσω αν θα πήγαινες ποτέ κριτής σε μουσικό ριάλιτι;Γ.Π.: Όχι βέβαια! Τυχαίνει να έχω φίλους κάποια παιδιά που πήγαν σε ριάλιτι που είτε διακρίθηκαν είτε όχι. Δεν είμαι αρνητικός, δε θα μπορούσα να κατηγορήσω ένα παιδί που πάει σε ένα ριάλιτι, γιατί κι εμείς οι μεγαλύτεροι δεν του έχουμε δώσει κάποιο πρότυπο. Παρόλο που είμαι δημοκράτης και πολύ ανοιχτός, είμαι κάθετα αντίθετος στη δημοκρατία της τηλεόρασης. Ο καθένας βγαίνει και λέει ό,τι θέλει! Άσε που ζούμε την αυτοκρατορία του τίποτα. Εκτός από 2-3 εκπομπές που υπάρχουν κάποιοι σοβαροί άνθρωποι, δεν υπάρχει τίποτα καλό στην τηλεόραση. Όσο πιο μέτριος είσαι, τόσο μεγαλύτερη καριέρα μπορεί να κάνεις τηλεοπτικά. Όλο αυτό έχει δημιουργήσει ένα πρότυπο στα παιδιά. Ένα νεαρό άτομο 18 ετών σκέφτεται «Γιατί να κουραστώ, γιατί να πάω στο ωδείο, γιατί να ψαχτώ, αφού μπορεί να πάω σε ένα ριάλιτι και σε 6 μήνες να είμαι σταρ;». Είναι αυτό το «τυράκι» που έχουν δώσει στα παιδιά, τα οποία αναγκαστικά, επειδή δεν έχουν και την υποδομή από εμάς, το τρώνε και πέφτουν στη φάκα. Γι’ αυτό, σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσα να κατηγορήσω ένα άτομο που πάει εκεί περιμένοντας να βρει το όνειρό του. Αλλά όλο αυτό δεν προσφέρει τίποτα σε κανέναν. Ούτε στο τραγούδι ούτε στη μουσική ούτε και στα ίδια τα παιδιά. Μπορεί να αποφέρει ένα κέρδος για λίγους μήνες, αλλά μετά, αν δεν υπάρχει το σωστό υπόβαθρο, το ταλέντο, δεν μπορεί να γίνει τίποτα.

Θα συνεργαζόσουν με συνάδελφό σου από ριάλιτι που να πιστεύεις ότι αξίζει;
Γ.Π.: Φυσικά! Δεν έχω τέτοια κολλήματα. Απλά θεωρώ πως αυτά τα παιδιά είναι σε πλάνη, οι ίδιοι δεν έχουν καταλάβει που έχουν πάει. Όπως τρελαίνομαι όταν ακούω ότι ένας τραγουδιστής πρέπει να έχει το πακέτο. Τι θα πει πακέτο; Πάνω από όλα είναι η μουσική, το ταλέντο. Τουλάχιστον εμείς γι΄ αυτό προσπαθούμε.
Ποια είναι η γνώμη σου για το ελληνικό ραδιόφωνο του 2010;Γ.Π.: Το ελληνικό ραδιόφωνο δεν μπορώ να πω ότι περνάει τις καλύτερές του μέρες. Βέβαια έχουν γίνει προσπάθειες σοβαρές και πολύ αξιόλογες. Είμαι θαυμαστής του ραδιοφώνου, γιατί σου δίνει μια δυνατότητα να ονειρεύεσαι, να φαντάζεσαι, δεν σε εγκλωβίζει όπως η τηλεόραση. Δυστυχώς, όμως, στις μέρες μας το ραδιόφωνο αφενός ακολουθεί τηλεοπτικές τακτικές και αφετέρου, αυτή η ιστορία με τα κατευθυνόμενα playlist είναι ενοχλητική. Υπάρχει σταθμός για παράδειγμα, ο οποίος παίζει 7-8 συγκεκριμένους καλλιτέχνες και όλοι οι άλλοι είναι άφαντοι. Αυτό γίνεται είτε για να εξυπηρετηθούν οι υμέτεροι είτε εκτελώντας εντολές εταιριών με το αζημίωτο. Οπότε, δημιουργείται το πρόβλημα που λέγαμε προηγουμένως για τη δισκογραφία. Κι εμένα μου αρέσει ο μουσακάς, αλλά δεν μπορώ να τον τρώω κάθε μέρα! Δεν μπορείς να ακούς από το πρωί μέχρι το βράδυ πέντε συγκεκριμένους καλλιτέχνες και πέντε συγκεκριμένους συνθέτες. Το ελληνικό ραδιόφωνο αν θέλει να μην έχει την τύχη της τηλεόρασης, δηλαδή να μην μπει στον βούρκο, οφείλει να ανοίξει τις ραδιοφωνικές του κεραίες, να γίνει πιο πλουραλιστικό. Να δώσει ένα στίγμα από το κάτι καινούριο που θα γεννηθεί. Να προτείνει πράγματα. Αλλά να το κάνει ανιδιοτελώς, όχι κατευθυνόμενο από την εκάστοτε εταιρία. Μπορεί φαινομενικά να είναι πιο δύσκολο, αλλά έτσι θα αποκτήσει περισσότερους ακροατές. Γιατί αν ο ακροατής ξέρει ότι θα ακούσει τη νέα τάση από το ραδιόφωνο, η οποία νέα τάση δημιουργείται από τους ακροατές, θα το ψηφίσει. Ας πούμε πως ένα γκρουπ στην Ξάνθη κάνει καταπληκτικά τραγούδια. Πώς θα το μάθω εγώ που είμαι στην Αθήνα; Γιατί δε μου το προτείνεις;
Τι είναι αυτό που κάνει έναν τραγουδιστή καλό;Γ.Π.: Πιστεύω ότι το τραγούδι δεν έχει τα στενά όρια της έννοιας «επάγγελμα». Το τραγούδι είναι έκφραση, είναι ζωή, είναι όνειρα, είναι πολλά πράγματα. Καμιά φορά ακούω συναδέλφους που λένε «Πω πω, αυτό το τραγούδι το έσκισα!» κι εκνευρίζομαι. Το τραγούδι είναι μια εσωτερική διαδικασία, την οποία βγάζει κάποιος άνθρωπος προς τα έξω. Και είναι και κάτι που μπορεί να το κάνει ο καθένας. Κι εσύ μπορεί να μαζευτείς με την παρέα σου στο σαλόνι σου και να εκφραστείτε τραγουδώντας. Το τραγούδι είναι ταξίδι, έχω δηλαδή την ανάγκη να τραγουδήσω. Αλλά είναι και δύσκολη διαδικασία, είναι μια μικρή θεατρική παράσταση 3 λεπτών. Και μέσα σε αυτά τα τρία λεπτά, πρέπει να πεις την ιστορία πειστικά και σωστά και να την περάσεις στον θεατή. Σαφώς τους καλούς τραγουδιστές τους ξέρουμε και τους ακούμε, αλλά εμένα μου αρέσει πολύ και ο τρόπος που τραγουδούν οι συνθέτες και γενικά οι δημιουργοί. Ο Σαββόπουλος για παράδειγμα, για μένα είναι απίστευτος ερμηνευτής, συγκινούμαι όταν τον ακούω να τραγουδάει. Δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει την έκταση του Καζαντζίδη ή του Μπιθικώτση, αλλά είναι ένας απίστευτα συγκινητικός τραγουδιστής. Επίσης, μου αρέσει πολύ ο τρόπος που τραγουδάει ο Παντελής (σ.σ. Θαλασσινός). Δεν προσπαθεί να σε πείσει ότι είναι καλός τραγουδιστής, διηγείται τραγουδιστά την ιστορία και αυτό είναι υπέροχο. Πολλοί λίγοι θεωρούμενοι «καθαροί» τραγουδιστές με έχουν ταξιδέψει με τη φωνή τους όσο ο Σωκράτης (σ.σ. Μάλαμας).
Μια και ανέφερες τον Μάλαμα, να σε ρωτήσω ποια είναι η γνώμη σου για την «Πριγκηπέσα» που ακούγεται παντού εδώ και ένα χρόνο περίπου διά στόματος Βασίλη Καρρά;Γ.Π.: Κατ’ αρχήν να σου πω ότι η «Πριγκηπέσα» ακούστηκε κατά κόρον από τον Σωκράτη και αυτό είναι καταγεγραμμένο. Κατά τα άλλα, το ότι το είπε πάλι ο Καρράς, δε με χαλάει καθόλου. Ίσα ίσα που το έμαθαν ακόμα κι αυτοί που δεν το ήξεραν. Γουστάρω πάρα πολύ που το είπε ένας αυθεντικός λαϊκός τραγουδιστής, γιατί το είπε με τον τρόπο του. Όμως, με ενοχλεί και με ενοχλούσε πάντα όταν ακούω να λένε «Θα ακούσουμε την Πριγκηπέσα του Καρρά». Το τραγούδι αυτό γράφτηκε από τον Μάλαμα και περιέχεται στον δίσκο του με τίτλο «Ένα».

Εσύ πιο τραγούδι θα έκανες διασκευή σε στούντιο από τα παλιά;
Γ.Π.: Πάρα πολλά τραγούδια, δεν είναι ένα και δύο. Η ελληνική μουσική είναι, ίσως, η μόνη μουσική στην Ευρώπη που παράγει τόσα πολλά τραγούδια, που κρατάει τόσο πολύ τον χαρακτήρα της – και δε μιλάω μόνο για τα σύγχρονα– και που έχει αριστουργήματα. Δηλαδή αν κάνεις διαδρομή από τον Μάρκο Βαμβακάρη και καταλήξεις στον Θανάση Παπακωνσταντίνου, θα βρεις άπειρα διαμάντια. Άρα δεν υπάρχει ένα μόνο τραγούδι που θα ήθελα να πω σε έναν δίσκο.
Με ποια κριτήρια διαλέγεις τους συνεργάτες σου;Γ.Π.: Είναι πολύ σημαντικό σε μια συνεργασία να θαυμάζεις αυτόν με τον οποίο συνεργάζεσαι. Και ο θαυμασμός είναι συνισταμένη πολλών πραγμάτων. Ξεκινάει από το ταλέντο, αφού έναν άνθρωπο που έχει άπειρο ταλέντο, δεν μπορείς παρά να τον θαυμάζεις. Από εκεί και πέρα, ο θαυμασμός είναι και πολλά άλλα. Δηλαδή, ο τρόπος, η ματιά που έχει στα πράγματα, είναι η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας του. Δε θα μπορούσα να έχω έναν άνθρωπο συνεργάτη που να μην έχει ταλέντο, γιατί αυτό σημαίνει πως δεν θα τον θαύμαζα. Αυτό δε σημαίνει ότι θα ήμουν εχθρός του, απλά δε θα συνεργαζόμουν.
Έχεις φύγει ποτέ κατά τη διάρκεια μιας συνεργασίας;Γ.Π.: Νομίζω όχι, δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι. Και δεν μπορώ να θυμηθώ, γιατί μάλλον δεν υπάρχει. Το θέμα είναι ότι δεν έχω φύγει, γιατί πριν κάνω μια συνεργασία, το σκέφτομαι πάρα πολύ. Το ζυγίζω, το μετράω και συνήθως δεν πέφτω έξω. Δεν έχει γίνει κάτι που να με κλοτσήσει. Και βέβαια πιστεύω ότι από τη στιγμή που μπαίνεις σε μια διαδικασία πρέπει να την ολοκληρώσεις. Προβλήματα σε συνεργασίες πάντα υπάρχουν, αλλά προσωπικά δε μου έχει συμβεί κάτι έντονο ως πρόβλημα που να με κάνει να φύγω. Από τη στιγμή που θα δω ότι μου κάνει η οποιαδήποτε συνεργασία, πολύ δύσκολα θα γυρίσω πίσω.

Τραγουδάς σε διάφορα μέρη παράλληλα. Δηλαδή, είσαι τώρα στο Studio Κηφισιά μαζί με τη Μαρία Σουλτάτου, τον Λάμπρο Καρελά, τον Παναγιώτη Λάλεζα και τη Μαρία Σπυροπούλου. Παράλληλα, ετοιμάζεις εμφανίσεις στον Σταυρό του Νότου. Πώς συνδυάζεις όλους αυτούς τους τόσο διαφορετικούς χώρους ταυτόχρονα; Δηλαδή τα μπουζούκια και τις μουσικές σκηνές.
Γ.Π.: Δουλεύω επαγγελματικά 14 χρόνια, σε όλες τις μουσικές σκηνές της Αθήνας, σε λαϊκά κέντρα, σε συναυλίες μεγάλες, μικρότερες. Δεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω το ύφος μου. Είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει να τραγουδάει καλά πράγματα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος δεν πρέπει να τραγουδάει Βαμβακάρη ή Τσιτσάνη ή Καλδάρα. Αυτή την ιστορία του έντεχνου δεν την κατάλαβα ποτέ. Στο Studio Κηφισιά λέμε αγαπημένα λαϊκά τραγούδια. Από το πρόγραμμα δεν πετάς τίποτα από μέσα, έχει μια απίστευτη αξιοπρέπεια και ένα πολύ καλό γλέντι. Γιατί να πούμε όχι στο γλέντι; Με τον Λάμπρο Καρελά έχουμε μια φιλία χρόνων και του χρωστάω πολλά, γιατί με έχει βοηθήσει στις παραγωγές των δίσκων και συμβουλευτικά. Με τη Μαρία Σουλτάτου δεν είχα δυστυχώς συνεργαστεί ξανά, αλλά ανακάλυψα μια συγκλονιστική τραγουδίστρια. Η Μαρία Σπυροπούλου είναι κατ’ εμέ μεγάλη λαϊκή φωνή, η οποία πιστεύω ότι μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα. Ο Παναγιώτης Λάλεζας είναι εξαιρετικός στο παραδοσιακό είδος. Όλοι αυτοί έχουν ένα τραγουδιστικό ήθος κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα.
Ναι, αλλά η φωνή σου έχει διαφορά από μαγαζί σε μαγαζί.Γ.Π.: Προφανώς υπάρχει διαφορά, γιατί κάθε κέντρο έχει τη δική του αισθητική στα πράγματα. Το θέμα είναι να μη σε προσβάλλει αυτή η αισθητική. Φέτος είμαι σε ένα λαϊκό μαγαζί και πολύ μου αρέσει, γιατί, όπως έλεγα πριν, είμαι με ανθρώπους που θαυμάζω. Στη δεκαετία του ’90, όταν ανθούσε το λεγόμενο «έντεχνο», πηγαίναμε σε κάτι μαγαζιά στα οποία οι τραγουδίστριες φορούσαν μακριές φούστες που καθόντουσαν σε σκαμπό κοιτάζοντας το πάτωμα τάχα μου ότι κάνουν τέχνη. Αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ. Γιατί ένα τραγούδι για να είναι όμορφο πρέπει να είναι μίζερο; Και στο λέω εγώ που μου αρέσουν τα μίζερα τραγούδια. Το τραγούδι έχει εξωστρέφεια από μόνο του, δε χρειάζεται να είμαστε μίζεροι. Μετά από αρκετά χρόνια, είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω πράγματα που αγαπάω, που λατρεύω, να ρισκάρω μόνος μου. Όχι με την έννοια της έπαρσης, αλλά να κάνω ένα live, μια παράσταση με τραγούδια που αγαπάω. Και κυρίως απενοχοποιημένα, δηλαδή να μπορώ στο ίδιο πρόγραμμα να τραγουδήσω κομμάτια νέων τραγουδοποιών, τραγούδια δικά μου, τραγούδια που έχω μεγαλώσει με αυτά, ελληνικά και ξένα. Αυτό θα κάνω στον Σταυρό του Νότου για τέσσερις Δευτέρες από τις 12 Απριλίου και μετά. Το ίδιο θα κάνω και σε κάποιες πόλεις κι ευελπιστώ να το κάνω και το καλοκαίρι. Ξεκινάω αυτά τα live με αρκετό ρίσκο, αλλά και με πολλή διάθεση με μια μπάντα που έχω επιλέξει από φίλους μου που θαυμάζω μουσικά και που θεωρώ πως θα είναι καλό το αποτέλεσμα.

Υπάρχουν στιγμές που είσαι μέσα σε έναν γεμάτο από κόσμο χώρο κι εσύ να αισθάνεσαι μοναξιά; Αν ναι, τι κάνεις γι’ αυτό;
Γ.Π.: Άπειρες! Ο ρόλος του performer επί σκηνής έχει από μόνος του μοναχικότητα. Δεν κάνω τίποτα, το απολαμβάνω! Είναι μια σχοινοβασία ανάμεσα στο μέσα και το έξω. Όταν κάποιος τραγουδάει σε μια σκηνή, βρίσκεται σε μια κατάσταση, την οποία τη διαχειρίζεται εσωτερικά μεν, αλλά τη μοιράζεται με πολύ κόσμο δε. Αυτό είναι μαγικό εξ αρχής. Αυτή η «μοναξιά» είναι απολύτως δημιουργική και γοητευτική.
Για ποιο πράγμα δε θα ήθελες να σε κατηγορήσει ποτέ κάποιος;Γ.Π.: Δε μου αρέσει να είμαι άδικος με τους άλλους. Όταν πέφτω για ύπνο δε θέλω να αισθάνομαι πως έχω αδικήσει κάποιον. Να μην καταπατώ την ελευθερία του, να μην του έχω κάνει κάτι έστω και άθελά μου, το οποίο να του δημιούργησε κάποιο πρόβλημα. Δε θέλω να αδικώ κανέναν.

Ζητάς συγγνώμη όταν έχεις νιώσει ότι με κάποιο τρόπο υπήρξες άδικος;
Γ.Π.: Εννοείται! Η ευτυχία στη ζωή είναι να μπορείς να δίνεις πράγματα. Το «δίνω» είναι πιο γοητευτικό από το «παίρνω». Είναι ολοκλήρωση το να μπορείς να δίνεις απλόχερα.

Εσύ έχεις εισπράξει αδικία;
Γ.Π.: Μικροαδικίες στη ζωή συμβαίνουν, αλλά επειδή θέλω να βλέπω τις καταστάσεις με μισογεμάτο ποτήρι, δε θεωρώ ότι έχω αδικηθεί κατάφορα από κάποιον. Στον χώρο μας τα πράγματα είναι και λίγο παράξενα, αλλά είναι μέσα στο πλαίσιο μιας μουσικής κοινωνίας που συμβαίνουν τα πάντα.

Αν μπορούσες να φύγεις από την Ελλάδα, θα έφευγες;
Γ.Π.: Δεν έχω τέτοιες βλέψεις. Ζω στην Ελλάδα και είμαι πολύ ευτυχής γι αυτό με όλα τα προβλήματα που υπάρχουν στη χώρα μας. Και είμαι ευτυχής που είμαι και Χιώτης! Η Χίος είναι εσωτερικός προορισμός!

Θες να επιστρέψεις στη Χίο;
Γ.Π.: Βεβαίως! Αν έχω τη δυνατότητα, θα ήθελα πάρα πολύ να επιστρέψω. Είμαι χαρούμενος κι ευτυχής που κάνω αυτή τη δουλειά και που έχω μάθει όσο μπορώ την ελληνική μουσική. Μακάρι στο μέλλον να καταφέρω να γυρίσω στη Χίο.

Με ποιους καλλιτέχνες θα ήθελες να συνεργαστείς στο μέλλον που δεν έχεις συνεργαστεί ακόμα;
Γ.Π.: Με πάρα πολλούς. Στον χώρο μπορεί να τα έχουμε κάνει λίγο μπάχαλο, αλλά υπάρχουν ακόμα αξίες και καινούριες και διαχρονικές. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες και συνθέτες και τραγουδιστές σπουδαίοι, αλλά και νέοι τραγουδοποιοί. Το θέμα είναι ο κόσμος σιγά σιγά να αμφισβητεί αυτά που ακούει και να ψάχνει νέα τραγούδια. Στην Ελλάδα, φωτίζεται μουσικά η μία πλευρά του νομίσματος. Ο προϋπολογισμός του κράτους για την παιδεία είναι ο χαμηλότερος ακόμα κι από τριτοκοσμικές χώρες. Φοβάμαι πάρα πολύ για τη γενιά που έρχεται. Ποιος έχει μιλήσει στα νέα παιδιά για το τι τραγούδια έχει γράψει ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, ο Καλδάρας; Αν, όμως, βγεις σε μια καφετέρια και ρωτήσεις να σου πουν 20 τραγούδια της εκάστοτε λαϊκής φίρμας θα τα ξέρουν όλα, γιατί αυτά τους προτείνουν καθημερινά. Κι αυτή η άθλια ελληνική showbiz αποτελείται από 50 ανθρώπους που ασχολούνται από το πρωί μέχρι το βράδυ ο ένας με τον άλλον… Η Ελλάδα ζει αλλού…

Αν δεν ήσουν αυτό που είσαι, τι θα ήθελες να είσαι;
Γ.Π.: Είμαι της γνώμης ότι οι άνθρωποι έχουν μια προσωπική διαδρομή. Στην μικρή καλλιτεχνική μου πορεία, έχω κάνει άπειρα λάθη. Τα αγαπώ τα λάθη μου, ζω με αυτά κι έχω γίνει και καλύτερος άνθρωπος. Δε θα ήθελα να είμαι κάτι άλλο.
Τέχνη και βιοπορισμός. Συνδέονται; Αλληλοϋποστηρίζονται; Ή δεν έχουν καμία σχέση;Γ.Π.: Έχουν σχέση, γιατί όταν κάνεις αυτή τη δουλειά και την αγαπάς, δεν είναι εύκολο να κάνεις και κάτι άλλο, οπότε προσπαθείς να βιοπορίζεσαι μέσα από αυτό. Πολλοί λένε ότι είμαστε τυχεροί, γιατί έχουμε κάνει το χόμπι μας επάγγελμα, αλλά αυτό είναι πολύ επιδερμικό με την έννοια πως η δουλειά αυτή είναι πολύ σκληρή. Δεν είναι τόσο απλή η κατάσταση όπως φαίνεται στα φώτα. Από κάτω έχει πολύ πόνο, πολλή υπομονή, πολλά όνειρα, αποτυχίες, εμπεριέχονται όλα τα συναισθήματα. Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Απλά, νομίζω ότι πρέπει να κρατιέται μια ισορροπία σε αυτά τα πράγματα. Δεν πρέπει τα χρήματα να καθορίζουν τις επιλογές του καθενός.

Θα έκανες εκπτώσεις στις συνεργασίες σου προκειμένου να έχεις κάποια παραπάνω έσοδα;
Γ.Π.: Δε θα έκανα εκπτώσεις που να προσβάλλουν την αισθητική μου, το σκεπτικό μου και τη ματιά μου απέναντι σε αυτό που υπηρετώ. Στη δουλειά όλοι κάνουμε μικρές εκπτώσεις. Όταν βρίσκεσαι σε έναν χώρο που βιοπορίζεσαι από αυτόν, δεν μπορεί να είσαι ανένδοτος.
Τι θα ήθελες να γίνει για σένα στο άμεσο μέλλον;Γ.Π.: Προσωπικά είμαι καλά, έχω βρει τις ισορροπίες μου, δόξα τω Θεώ. Θέλω να είμαι υγιής και δεν εννοώ μόνο σωματικά. Θέλω να έχω υγεία στην ψυχή μου. Καμιά φορά οι αρρώστιες της ψυχής είναι ανίατες. Θέλω να προχωρήσουν τα πράγματα πως το καλύτερο, αλλά χωρίς μακροπρόθεσμα όνειρα. Ζω τη στιγμή…

Έχεις διαβάσει το περιοδικό μας;
Γ.Π.: Τα έχω παρακολουθήσει όλα! Εχθές συγκεκριμένα μίλησα με μια φίλη μου και της είπα για τη συνέντευξη και μου είπε κάτι που το αισθάνθηκα κι εγώ όταν πρωτομπήκα στο site του ΟΡΦΕΑ. Ότι έχει πολύ ωραίο στήσιμο, είναι ένα αξιοπρεπέστατο site κι ακόμα αν μπεις έστω και μια φορά τυχαία, σε κάνει να ξαναμπείς. Είναι πολύ ωραία δομημένο, είναι έξυπνα φτιαγμένο, δίνει βήμα σε νέους ανθρώπους, σε καινούριες τάσεις και νομίζω ότι την δουλειά του την κάνει πολύ καλά.

Τι θα ήθελες να πεις στους αναγνώστες του ΟΡΦΕΑ;
Γ.Π.: Να είναι καλά και να μην προδώσουν ποτέ τα όνειρά τους!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O δημόσιος τομέας...

O δημόσιος τομέας ήταν ο μοναδικός πυλώνας της όποιας ανάπτυξης έγινε στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση.

Ας σεβαστούμε τον συνάνθρωπο κι ας κινηθούμε ενωμένοι για την πρόοδο της χώρας ενάντια σε κάθε φιλόδοξο πολιτικό που θέλει να τα αρπάξει. Μην κοιτάμε να υποβαθμίσουμε τον άλλον, αλλά να κοιτάμε και να επιδιώκουμε να τον φτάσουμε.

Αφού δεν τα φάγαμε μαζί γιατί να τα πληρώνουμε μαζί;